- αμάραντος
- η , ο [ος , ον ] 1. неувядаемый, неувядающий;2. (ο ) бессмертник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἀμάραντος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάραντος — unfading masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
αμάραντος — η, ο 1. αυτός που δε μαραίνεται, δε φθείρεται, ο ακμαίος: Τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα της αρχαίας Αθήνας είναι αμάραντα. 2. ως ουσ., ο αμάραντος ή το αμάραντο γένος φυτών. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αμάραντα διάφορα φυτά που το περιάνθιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμάραντος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. μ.Χ.).Γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, λίγο αρχαιότερος από τον Γαληνό. Έγραψε το Περί σκηνής, έργο με ανέκδοτα σχετικά με τη ζωή των ηθοποιών της εποχής του. Διακρίθηκε επίσης για την ερμηνεία και τα υπομνήματά του στον Θεόκριτο … Dictionary of Greek
ἀμάραντον — ἀμάραντος unfading masc/fem acc sg ἀμάραντος unfading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνου-Πασσά, Κατερίνα — (Αμάραντος Τρικάλων 1936 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Δίδαξε σε ιδιωτικά σχολεία (Λύκεια Βάσκα και Μπαρμπίκα και Εκπαιδευτήρια Δούκα). Παράλληλα ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία. Στα… … Dictionary of Greek
Ἀμαράντοις — Ἀμάραντος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαράντοις — ἀμάραντος unfading masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαράντου — Ἀμάραντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαράντου — ἀμάραντος unfading masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)